Ήρθες;


Πες μου.



Κι άκουσέ με.


Μη μιλάς.
Απλά, άκου.

ας περιαυτολογήσουμε...

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Ήθελες να με δεις.




Ήθελες να με δεις.












Ήθελες να με δεις.

 

Ήρθες και με βρήκες.

 

Ήμουν σιωπηλή - σχεδόν ανύπαρκτη.

 

Πού είσαι; Ρώτησες.

 

Εδώ. Απάντησα.

 

Πού;

 

Εδώ.

 

Εδώ, μπροστά σου, πλάι σου, μέσα σου.

 

Δεν σε βλέπω. Είπες.

 

Εδώ. Σου φωνάζω. Εδώ. ΕΔΩ. ΤΩΡΑ.

Κοίτα. Δες.

Τί δεν καταλαβαίνεις;

 

Πέρασαν κάποιες στιγμές, κι εσύ εξακολουθούσες να κοιτάς,

χωρίς να βλέπεις.

 

Αμφιβάλλω αν με αναζήτησες.

Δεν έχει σημασία, άλλωστε.

 

Δεν σε φώναξα.

 

Μόνος σου ήρθες.

 

Ήθελες να με δεις.

Μα, δε μπορούσες.

Κι ας ήθελες.

 

 

(by S.P., 2011/on Sunday, 28 August 2011 at 00:23)

 




Καμιά φορά αυτό μου αρκεί...




Καμιά φορά αυτό μου αρκεί...





Τα χειρόγραφα των τελευταίων ημερών είχαν γεμίσει το τραπέζι μου και με εμπόδιζαν να γράψω. Τα μάζεψα και τα έβαλα στο σεντούκι μαζί με τα υπόλοιπα. Δεν έκανα καν προσπάθεια να τα ξαναδιαβάσω. Κάθε τι που γράφω έχει ένα συγκεκριμένο χρόνο που τριγυρνά στο μυαλό μου. Στην αρχή η ιδέα, μετά η ιδέα στο χαρτί κι από εκεί όπου την οδηγήσει η γραφή, ύστερα οι διορθώσεις και οι τροποποιήσεις. Μετά -και αυτό είναι μάλλον το αγαπημένο μου σημείο- όταν κλείνω τα μάτια να κοιμηθώ το κείμενο ξαναζωντανεύει στο μυαλό μου και μου προσφέρει μια εσωτερική χαρά, μια ανάταση, μια σχετική ικανοποίηση. Εν συνεχεία σχεδόν αυτόματα το μυαλό μου οδηγείται από τον κόσμο των γραπτών στον κόσμο των ονείρων, μέχρι που οι δυο κόσμοι μπερδεύονται σφιχτά και δεν ξέρω πια αν ονειρεύομαι ότι γράφω ή αν γράφω ότι ονειρεύομαι.






Την επόμενη ημέρα η επίδραση του κείμενου έχει σβήσει. Δεν επιθυμώ να το ξαναδιαβάσω - δεν αντέχω να το ξαναδιαβάσω. Κάπου έχει αρχίσει να γεννιέται η ιδέα για ένα καινούριο κείμενο και είναι αυτή που τώρα με κεντρίζει.

Τοποθετώντας τα χειρόγραφα στο σεντούκι, σίγουρος πια -ή μάλλον σχεδόν σίγουρος· ποτέ δεν σε εγκαταλείπει εντελώς η ελπίδα σε αυτό το θέμα- ότι θα είμαι ο μόνος αναγνώστης τους, μην έχοντας πια να προσδοκώ από αυτά οποιαδήποτε άλλη συναισθηματική ανταμοιβή πέραν αυτής που εγώ ο ίδιος προσφέρω στον εαυτό μου, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εμφάνισή τους στο χαρτί, αναρωτήθηκα μήπως τελικά η πλήρης απεξάρτησή τους από τους άλλους, το πλήθος, το κοινό, με προφυλάσσει από πικρίες και ματαιώσεις που τελικά θα παρενέβαιναν και θα έπλητταν το μόνο πράγμα που με απασχολεί σε αυτή τη ζωή, το να γράφω.

Αν δηλαδή υπήρχε τρόπος τα χειρόγραφα να περνάνε στον κόσμο την ώρα που τα γράφω και αν υπήρχε τρόπος να εισπράττω την αντίδραση του κόσμου, είναι πολύ πιθανό να μπολιαζόμουν με απογοήτευση πάνω στην απογοήτευση, βλέποντας ότι η συγκίνησή μου δεν έχει εμένα μοναχά μοναδικό πομπό, αλλά εμένα και μοναδικό δέκτη.

Κάποιος πετάξε μια πέτρα στο παράθυρο· ίσως κάποιο παιδί, ίσως κάποιος άστοχος ερωτευμένος. Έξω έχει ήλιο, αλλά γράφω πάντα με τα παράθυρα κλειστά. Δεν θέλω καθαρό αέρα την ώρα που γράφω, θέλω να αναπνέω μόνο τον αέρα των λέξεών μου.

Καμιά φορά αυτό μου αρκεί, καμιά όχι, είτε μου αρκεί όμως είτε όχι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

 

Φ. Πεσσόα

 

[caption id="attachment_182" align="aligncenter" width="445" caption="Is it enough?"][/caption]


ΤΟ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟ

ΤΟ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟ

 

Δεν είμαι τίποτα.

Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.

Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.

Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.

 

Παράθυρα της κάμαράς μου,

Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,

(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),

που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.

Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.

Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.

Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,

Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.

Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.

 

Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.

Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.

Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη

απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται

μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας

που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,

και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.

 

Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.

Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,

στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου

και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.

 

Απέτυχα σε όλα.

Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.

Γνωρίζοντας τι έχω,

γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,

κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,

αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,

κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.

Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?

 

Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?

Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!

Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!

Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,

Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,

Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,

και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.

 

Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.

Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!

Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?

Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.

Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,

δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?

Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –

- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –

Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,

δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?

 

Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,

κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.

Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,

Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.

Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.

Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα,  αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,

ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.

Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.

Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.

Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.

Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.

Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.

 

Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.

Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,

τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.

Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,

ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.

Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,

Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,

Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,

Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,

κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.

 

(Φάε σοκολάτες, μικρή

Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.

Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.

Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!

Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!

Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,

Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)

 

Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,

Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,

Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.

Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,

Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,

πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,

μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.

 

(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,

Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,

Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,

Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,

Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,

Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,

Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –

Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!

 

Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.

Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ

εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.

Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.

Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,

Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται

Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου

Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,

Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)

 

Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,

Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.

Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,

Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.

(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)

Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,

κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.

 

Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.

Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.

Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,

Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.

Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,

είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.

Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,

Είχα ήδη γεράσει.

Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.

Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.

Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση

Γιατί είναι άκακο.

Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.

 

Μουσική των άχρηστων στίχων μου,

Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,

αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,

Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,

Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,

Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.

 

Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.

Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,

Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.

Θα πεθάνει και θα πεθάνω.

Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.

Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.

Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,

Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.

Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.

Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,

Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.

Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,

Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,

Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,

Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.

Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

 

Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?)

Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.

Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –

Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.

Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.

Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.

Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.

Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,

Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία

Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.

 

Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα

Και συνεχίζω να καπνίζω.

Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.

(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,

θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)

Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.

Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)

Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.

(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)

Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.

Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν

ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.

 

Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )

 

***

[caption id="attachment_178" align="aligncenter" width="500" caption="Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )"][/caption]

 

Τα ερωτικά γράμματα

Όλα τα ερωτικά γράμματα είναι γελοία.

Δεν θα ήταν ερωτικά γράμματα αν δεν ήταν γελοία

 

Στον καιρό μου έγραψα κι εγώ γράμματα ερωτικά

Όπως κι οι άλλοι.

Γελοία.

 

Τα γράμματα τα ερωτικά, αν έρωτας υπάρχει

Πρέπει γελοία να είναι.

 

Μα στην πραγματικότητα

Μόνο εκείνοι που ποτέ δεν έγραψαν

Γράμματα ερωτικά

Είναι γελοίοι

 

Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω

Τότε που έγραφα γράμματα ερωτικά

Χωρίς να σκέφτομαι

Πόσο γελοία είναι…

 

Η αλήθεια είναι ότι σήμερα

Μόνο οι αναμνήσεις μου

Από τα ερωτικά γράμματα αυτά, είναι γελοίες

 

(Όλες οι πολυσύλλαβες οι λέξεις

Μαζί με απροσμέτρητα αισθήματα

Είναι γελοίες φυσικά.)

 

 

Φερνάντο Πεσσόα (μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης) 

 

Powered By Blogger

JOY* Division*

JOY* Division*
if you always create it, you' ll never have to divide it...*

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Assassinin'

Hide and Seek! Look and See...