soti Griva-psych(i)ama: Ο ΠΙΝΟΚΙΟ ΚΑΝΕΙ ΚΑΚΑ ΤΟΥ: Τα παιδιά έχουν καθίσει ήδη σε κύκλο με τα ξύλινα καρεκλάκια τους στριμωγμένα το ένα πλάι στο άλλο. Έχουν σκυλοβαρεθεί από την ανάκριση π...
Ήρθες;
Πες μου.
Κι άκουσέ με.
Μη μιλάς.
Απλά, άκου.
ας περιαυτολογήσουμε...
Κυριακή 14 Μαΐου 2017
Δευτέρα 22 Απριλίου 2013
Akord - Carry The Sound (Official Music Video)
http://download.redbullstudios.com/band/akord/ Vote here and you could help us to play download festival 2013! The official music video for "Carry The Sound" by Akord. From the upcoming record: "Carry The Sound" due for release in May 2013.
Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012
Περί ύλης ή χώρου ή χρόνου
Περί ύλης ή χώρου ή χρόνου
Fractals.
Also known as φράκταλς.
Φ ρ ά κ τ α λ ς.
Κοίτα, ρίξε μια ματιά γύρω σου.
Τί είσαι; Τί είμαστε;
Οι επιστήμονες παντός επιστητού έχουν με εμμονή ασχοληθεί με την ύλη και τον χρόνο.
Στα πλαίσια κατάκτησης της ύλης, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το παράδοξο αυτό, που η Ευκλείδεια γεωμετρία αδυνατεί, εισάγοντας την έννοια του ''φράκταλ'', δηλαδή του μορφοκλάσματος ή μορφοκλασματικού συνόλου.
Του τμήματος.
Του κατακερματισμένου.
Του γεωμετρικού σχήματος που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης.
Του κομματιού, του απείρως περίπλοκου.
Σταμάτα τώρα.
Πάρε μια βαθιά ανάσα, και σκέψου.
Πόσο επηρεάζει εσένα αυτός ο τρόπος ερμηνείας και προσέγγισης του φράκταλ;
Ναι, εσένα.
Στην καθημερινή σου ζωή.
Φαντάσου.
Φαντάσου την ζωή σου σαν ένα φράκταλ.
Φαντάσου τον εαυτό σου σαν ένα φράκταλ.
Ξετυλίξου, και ξαναδίπλωσε.
Τί βλέπεις;
Κάθε μόριό σου, κάθε άτομό σου, κάθε σου ρινίδα ύπαρξης και ψυχής,
είναι φράκταλ.
Απείρως περίπλοκο.
Περιπλόκως μαγικό.
Δεν είσαι έναν συμβατικό γεωμετρικό σχήμα.
Δεν είσαι καν ένα σχήμα. Είσαι πολλά.
Φαίνεσαι σαν χάος, σαν ασυνέχεια.
Κι όμως. Είναι τόσο μοναδικός ο τρόπος που ορίζεσαι από τα φράκταλ σου.
Υπάρχει λογική σειρά σε αυτά που συμβαίνουν.
Κι αν όχι, υπάρχει λογική εξήγηση.
Τώρα, το μόνο που απομένει είναι να ορίσεις την ''λογική''.
Σταμάτα. Για μία ακόμα φορά. Μία στιγμή μόνο.
Δες τις δύο φωτογραφίες.
Τί βλέπεις;
Αναγνωρίζεις κάποιο δικό σου φράκταλ;
Κάποιο δικό σου, ξεχασμένο φράκταλ;
Αγκάλιασέ το, και δες το σύνολο.
Το σύνολό σου.
Με τα τμήματά του.
Που είναι το ένα και το αυτό.
*********************************************
Sarra7*
on a Wednesday evening, 20/6/2012
Fractals.
Also known as φράκταλς.
Φ ρ ά κ τ α λ ς.
Κοίτα, ρίξε μια ματιά γύρω σου.
Τί είσαι; Τί είμαστε;
Οι επιστήμονες παντός επιστητού έχουν με εμμονή ασχοληθεί με την ύλη και τον χρόνο.
Στα πλαίσια κατάκτησης της ύλης, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το παράδοξο αυτό, που η Ευκλείδεια γεωμετρία αδυνατεί, εισάγοντας την έννοια του ''φράκταλ'', δηλαδή του μορφοκλάσματος ή μορφοκλασματικού συνόλου.
Του τμήματος.
Του κατακερματισμένου.
Του γεωμετρικού σχήματος που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης.
Του κομματιού, του απείρως περίπλοκου.
Σταμάτα τώρα.
Πάρε μια βαθιά ανάσα, και σκέψου.
Πόσο επηρεάζει εσένα αυτός ο τρόπος ερμηνείας και προσέγγισης του φράκταλ;
Ναι, εσένα.
Στην καθημερινή σου ζωή.
Φαντάσου.
Φαντάσου την ζωή σου σαν ένα φράκταλ.
Φαντάσου τον εαυτό σου σαν ένα φράκταλ.
Ξετυλίξου, και ξαναδίπλωσε.
Τί βλέπεις;
Κάθε μόριό σου, κάθε άτομό σου, κάθε σου ρινίδα ύπαρξης και ψυχής,
είναι φράκταλ.
Απείρως περίπλοκο.
Περιπλόκως μαγικό.
Δεν είσαι έναν συμβατικό γεωμετρικό σχήμα.
Δεν είσαι καν ένα σχήμα. Είσαι πολλά.
Φαίνεσαι σαν χάος, σαν ασυνέχεια.
Κι όμως. Είναι τόσο μοναδικός ο τρόπος που ορίζεσαι από τα φράκταλ σου.
Υπάρχει λογική σειρά σε αυτά που συμβαίνουν.
Κι αν όχι, υπάρχει λογική εξήγηση.
Τώρα, το μόνο που απομένει είναι να ορίσεις την ''λογική''.
Σταμάτα. Για μία ακόμα φορά. Μία στιγμή μόνο.
Δες τις δύο φωτογραφίες.
Τί βλέπεις;
Αναγνωρίζεις κάποιο δικό σου φράκταλ;
Κάποιο δικό σου, ξεχασμένο φράκταλ;
Αγκάλιασέ το, και δες το σύνολο.
Το σύνολό σου.
Με τα τμήματά του.
Που είναι το ένα και το αυτό.
*********************************************
Sarra7*
on a Wednesday evening, 20/6/2012
Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012
Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012
Φυλακτό*
Ανηφόριζες.
Ξανά.
Προς τα κάτω.
Σε είδα.
Μετά, σε κοίταξα.
Και σε πρόσεξα.
Ήσουν σαφώς αλλιώς.
Γνώριμα αλλιώς, όμως.
Σίγουρα είχαμε ξαναβρεθεί.
Ναι.
Πλησιάσαμε.
Τα αρώματά μας μπλέχτηκαν.
Οι μυρωδιές μας ταίριαξαν.
Ναι. Σε ήξερα.
Σε γνώριζα.
Ναι.
Ξαφνικά, έφυγα. Γιατί;
Γιατί;
Συνέχισα να προχωρώ.
Σε άφησα πίσω.
Και συνέχισα.
Σε κουβαλούσα, όμως, πάνω μου.
Φυλακτό.
Και θησαυρό μαζί.
(Σ. Π., κάπου μέσα στο 2012...)
[caption id="attachment_219" align="aligncenter" width="529" caption="*ray of light*"][/caption]
Ξανά.
Προς τα κάτω.
Σε είδα.
Μετά, σε κοίταξα.
Και σε πρόσεξα.
Ήσουν σαφώς αλλιώς.
Γνώριμα αλλιώς, όμως.
Σίγουρα είχαμε ξαναβρεθεί.
Ναι.
Πλησιάσαμε.
Τα αρώματά μας μπλέχτηκαν.
Οι μυρωδιές μας ταίριαξαν.
Ναι. Σε ήξερα.
Σε γνώριζα.
Ναι.
Ξαφνικά, έφυγα. Γιατί;
Γιατί;
Συνέχισα να προχωρώ.
Σε άφησα πίσω.
Και συνέχισα.
Σε κουβαλούσα, όμως, πάνω μου.
Φυλακτό.
Και θησαυρό μαζί.
(Σ. Π., κάπου μέσα στο 2012...)
[caption id="attachment_219" align="aligncenter" width="529" caption="*ray of light*"][/caption]
Παιχνίδι
Στημένο παιχνίδι
Χαμένη παρτίδα
Για πάντα στολίδι
Στο νου σου, το είδα.
(Σ. Π., κάπου μέσα στο 2012…)
[caption id="attachment_212" align="aligncenter" width="424" caption="play against all odds ***"][/caption]
Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012
Βοσκός Προβάτων
Υπάρχουν ποιητές που 'ναι τεχνίτες
Και δουλεύουνε τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τί λυπηρό να μη ξέρεις ν' ανθίζεις!
Να 'χεις να βάζεις στίχο σε στίχο,
όπως αυτός που χτίζει ένα τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δε στέκει!
Αλλά, το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία...
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελώ...
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνουν
ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω.
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου
είναι στη κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε,
να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι, στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν' αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια
ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
...
Ποτέ δε φύλαξα πρόβατα,
μα είναι σα να το 'χω κάνει.
Η ψυχή μου είναι σαν το βοσκό.
Ξέρει κι από αέρα κι από ήλιο
περπατώντας χέρι-χέρι με τις Εποχές
παρατηρώντας κι ακολουθώντας...
~ Φ. Πεσσόα ~
Και δουλεύουνε τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τί λυπηρό να μη ξέρεις ν' ανθίζεις!
Να 'χεις να βάζεις στίχο σε στίχο,
όπως αυτός που χτίζει ένα τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δε στέκει!
Αλλά, το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία...
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελώ...
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνουν
ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω.
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου
είναι στη κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε,
να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι, στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν' αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια
ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
...
Ποτέ δε φύλαξα πρόβατα,
μα είναι σα να το 'χω κάνει.
Η ψυχή μου είναι σαν το βοσκό.
Ξέρει κι από αέρα κι από ήλιο
περπατώντας χέρι-χέρι με τις Εποχές
παρατηρώντας κι ακολουθώντας...
~ Φ. Πεσσόα ~
Ελευθερία
Αχ, τι ηδονή
το καθήκον σου να μη κάνεις,
ανοιχτό ένα βιβλίο να κρατάς και να μη διαβάζεις.
Να διαβάζεις! Τι πλήξη…
Μελέτη, τίποτα δε θα πει,
σε χρυσώνει ο ήλιος
και δίχως λογοτεχνία.
Κυλάει το ποτάμι, άσχημα ή όμορφα,
και δίχως τη δική σου έκδοση ειδική.
Κι η αύρα, αυτή
απ’ τη φύση της πρωινή,
έχει καιρό, δε βιάζεται.
Χαρτιά τυπωμένα με μελάνι, τα βιβλία.
Μελετώντας, διάκριση ανάμεσα στο Τίποτα
και στο Κάτι δεν θα βρεις.
Στην καρδιά του χειμώνα, τι χαρά,
τον Δον Σεβαστιανό να προσμένεις να 'ρθει
είτε δεν έρθει.
Μεγάλη είναι η ποίηση,
σπουδαίοι οι χοροί…
Το καλλίτερο στον κόσμο, τα παιδιά,
η μουσική, τα τραγούδια, το φεγγαρόφως
κι ο ήλιος που αμαρτάνει,
αν, αντί να σε τρέφει, σε καίει.
Κι ακόμα ένα καλό, το τρισμέγιστο,
ο Ιησούς,
που αγνοούσε τα οικονομολογικά
και δεν γνωρίζουμε,
είχε βιβλιοθήκη;
~ Φ. Πεσσόα ~
Ελευθερία
Αχ, τι ηδονή
το καθήκον σου να μη κάνεις,
ανοιχτό ένα βιβλίο να κρατάς και να μη διαβάζεις.
Να διαβάζεις! Τι πλήξη…
Μελέτη, τίποτα δε θα πει,
σε χρυσώνει ο ήλιος
και δίχως λογοτεχνία.
Κυλάει το ποτάμι, άσχημα ή όμορφα,
και δίχως τη δική σου έκδοση ειδική.
Κι η αύρα, αυτή
απ’ τη φύση της πρωινή,
έχει καιρό, δε βιάζεται.
Χαρτιά τυπωμένα με μελάνι, τα βιβλία.
Μελετώντας, διάκριση ανάμεσα στο Τίποτα
και στο Κάτι δεν θα βρεις.
Στην καρδιά του χειμώνα, τι χαρά,
τον Δον Σεβαστιανό να προσμένεις να 'ρθει
είτε δεν έρθει.
Μεγάλη είναι η ποίηση,
σπουδαίοι οι χοροί…
Το καλλίτερο στον κόσμο, τα παιδιά,
η μουσική, τα τραγούδια, το φεγγαρόφως
κι ο ήλιος που αμαρτάνει,
αν, αντί να σε τρέφει, σε καίει.
Κι ακόμα ένα καλό, το τρισμέγιστο,
ο Ιησούς,
που αγνοούσε τα οικονομολογικά
και δεν γνωρίζουμε,
είχε βιβλιοθήκη;
~ Φ. Πεσσόα ~
Ελευθερία
Αχ, τι ηδονή
το καθήκον σου να μη κάνεις,
ανοιχτό ένα βιβλίο να κρατάς και να μη διαβάζεις.
Να διαβάζεις! Τι πλήξη…
Μελέτη, τίποτα δε θα πει,
σε χρυσώνει ο ήλιος
και δίχως λογοτεχνία.
Κυλάει το ποτάμι, άσχημα ή όμορφα,
και δίχως τη δική σου έκδοση ειδική.
Κι η αύρα, αυτή
απ’ τη φύση της πρωινή,
έχει καιρό, δε βιάζεται.
Χαρτιά τυπωμένα με μελάνι, τα βιβλία.
Μελετώντας, διάκριση ανάμεσα στο Τίποτα
και στο Κάτι δεν θα βρεις.
Στην καρδιά του χειμώνα, τι χαρά,
τον Δον Σεβαστιανό να προσμένεις να 'ρθει
είτε δεν έρθει.
Μεγάλη είναι η ποίηση,
σπουδαίοι οι χοροί…
Το καλλίτερο στον κόσμο, τα παιδιά,
η μουσική, τα τραγούδια, το φεγγαρόφως
κι ο ήλιος που αμαρτάνει,
αν, αντί να σε τρέφει, σε καίει.
Κι ακόμα ένα καλό, το τρισμέγιστο,
ο Ιησούς,
που αγνοούσε τα οικονομολογικά
και δεν γνωρίζουμε,
είχε βιβλιοθήκη;
~ Φ. Πεσσόα ~
Ελευθερία
Αχ, τι ηδονή
το καθήκον σου να μη κάνεις,
ανοιχτό ένα βιβλίο να κρατάς και να μη διαβάζεις.
Να διαβάζεις! Τι πλήξη…
Μελέτη, τίποτα δε θα πει,
σε χρυσώνει ο ήλιος
και δίχως λογοτεχνία.
Κυλάει το ποτάμι, άσχημα ή όμορφα,
και δίχως τη δική σου έκδοση ειδική.
Κι η αύρα, αυτή
απ’ τη φύση της πρωινή,
έχει καιρό, δε βιάζεται.
Χαρτιά τυπωμένα με μελάνι, τα βιβλία.
Μελετώντας, διάκριση ανάμεσα στο Τίποτα
και στο Κάτι δεν θα βρεις.
Στην καρδιά του χειμώνα, τι χαρά,
τον Δον Σεβαστιανό να προσμένεις να 'ρθει
είτε δεν έρθει.
Μεγάλη είναι η ποίηση,
σπουδαίοι οι χοροί…
Το καλλίτερο στον κόσμο, τα παιδιά,
η μουσική, τα τραγούδια, το φεγγαρόφως
κι ο ήλιος που αμαρτάνει,
αν, αντί να σε τρέφει, σε καίει.
Κι ακόμα ένα καλό, το τρισμέγιστο,
ο Ιησούς,
που αγνοούσε τα οικονομολογικά
και δεν γνωρίζουμε,
είχε βιβλιοθήκη;
~ Φ. Πεσσόα ~
Βοσκός Προβάτων
Υπάρχουν ποιητές που 'ναι τεχνίτες
Και δουλεύουνε τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τί λυπηρό να μη ξέρεις ν' ανθίζεις!
Να 'χεις να βάζεις στίχο σε στίχο,
όπως αυτός που χτίζει ένα τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δε στέκει!
Αλλά, το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία...
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελώ...
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνουν
ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω.
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου
είναι στη κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε,
να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι, στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν' αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια
ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
...
Ποτέ δε φύλαξα πρόβατα,
μα είναι σα να το 'χω κάνει.
Η ψυχή μου είναι σαν το βοσκό.
Ξέρει κι από αέρα κι από ήλιο
περπατώντας χέρι-χέρι με τις Εποχές
παρατηρώντας κι ακολουθώντας...
~ Φ. Πεσσόα ~
Και δουλεύουνε τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τί λυπηρό να μη ξέρεις ν' ανθίζεις!
Να 'χεις να βάζεις στίχο σε στίχο,
όπως αυτός που χτίζει ένα τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δε στέκει!
Αλλά, το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία...
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελώ...
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνουν
ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω.
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου
είναι στη κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε,
να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι, στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν' αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια
ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
...
Ποτέ δε φύλαξα πρόβατα,
μα είναι σα να το 'χω κάνει.
Η ψυχή μου είναι σαν το βοσκό.
Ξέρει κι από αέρα κι από ήλιο
περπατώντας χέρι-χέρι με τις Εποχές
παρατηρώντας κι ακολουθώντας...
~ Φ. Πεσσόα ~
Βοσκός Προβάτων
Υπάρχουν ποιητές που 'ναι τεχνίτες
Και δουλεύουνε τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τί λυπηρό να μη ξέρεις ν' ανθίζεις!
Να 'χεις να βάζεις στίχο σε στίχο,
όπως αυτός που χτίζει ένα τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δε στέκει!
Αλλά, το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία...
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελώ...
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνουν
ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω.
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου
είναι στη κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε,
να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι, στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν' αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια
ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
...
Ποτέ δε φύλαξα πρόβατα,
μα είναι σα να το 'χω κάνει.
Η ψυχή μου είναι σαν το βοσκό.
Ξέρει κι από αέρα κι από ήλιο
περπατώντας χέρι-χέρι με τις Εποχές
παρατηρώντας κι ακολουθώντας...
~ Φ. Πεσσόα ~
Και δουλεύουνε τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τί λυπηρό να μη ξέρεις ν' ανθίζεις!
Να 'χεις να βάζεις στίχο σε στίχο,
όπως αυτός που χτίζει ένα τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δε στέκει!
Αλλά, το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία...
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελώ...
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνουν
ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω.
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου
είναι στη κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε,
να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι, στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν' αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια
ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
...
Ποτέ δε φύλαξα πρόβατα,
μα είναι σα να το 'χω κάνει.
Η ψυχή μου είναι σαν το βοσκό.
Ξέρει κι από αέρα κι από ήλιο
περπατώντας χέρι-χέρι με τις Εποχές
παρατηρώντας κι ακολουθώντας...
~ Φ. Πεσσόα ~
Βοσκός Προβάτων
Υπάρχουν ποιητές που 'ναι τεχνίτες
Και δουλεύουνε τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τί λυπηρό να μη ξέρεις ν' ανθίζεις!
Να 'χεις να βάζεις στίχο σε στίχο,
όπως αυτός που χτίζει ένα τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δε στέκει!
Αλλά, το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία...
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελώ...
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνουν
ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω.
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου
είναι στη κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε,
να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι, στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν' αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια
ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
...
Ποτέ δε φύλαξα πρόβατα,
μα είναι σα να το 'χω κάνει.
Η ψυχή μου είναι σαν το βοσκό.
Ξέρει κι από αέρα κι από ήλιο
περπατώντας χέρι-χέρι με τις Εποχές
παρατηρώντας κι ακολουθώντας...
~ Φ. Πεσσόα ~
Και δουλεύουνε τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!
Τί λυπηρό να μη ξέρεις ν' ανθίζεις!
Να 'χεις να βάζεις στίχο σε στίχο,
όπως αυτός που χτίζει ένα τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δε στέκει!
Αλλά, το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία...
Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελώ...
Δε ξέρω αν με καταλαβαίνουν
ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω.
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου
είναι στη κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε,
να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι, στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν' αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια
ανάγκη τον Θεό δεν έχει.
...
Ποτέ δε φύλαξα πρόβατα,
μα είναι σα να το 'χω κάνει.
Η ψυχή μου είναι σαν το βοσκό.
Ξέρει κι από αέρα κι από ήλιο
περπατώντας χέρι-χέρι με τις Εποχές
παρατηρώντας κι ακολουθώντας...
~ Φ. Πεσσόα ~
Τέσσερις Ωδές
Nα θέλεις λίγα: θα τα 'χεις όλα.
Tίποτε να μη θέλεις: θα 'σαι λεύτερος.
O ίδιος ο έρωτας που νιώθουν
για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.
Για να 'σαι μεγάς, να 'σαι ακέριος:
Tίποτε δικό σου να μην υπερβάλλεις
ή να μη διαγράφεις.
Nα 'σαι όλα σε κάθε πράγμα.
Nα βάζεις όσα είσαι
Kαι στο ελάχιστο που κάνεις.
Eτσι σε κάθε λίμνη ολάκερη η σελήνη
λάμπει, γιατί ζει ψηλά.
Aναρίθμητοι ζουν μέσα μας,
Aν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.
Eίμαι μονάχα ο τόπος
όπου νιώθουν ή σκέφτονται.
Eχω περισσότερες από μια ψυχές.
Yπάρχουν περισσότερα εγώ
από το ίδιο το εγώ μου.
Yπάρχω ωστόσο
Aδιάφορος για όλους
Tους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.
Oι διασταυρωμένες παρορμήσεις
Όσων νιώθω ή δε νιώθω
Πολεμούν μες σ' αυτό που 'μαι.
Tις αγνοώ.
Tίποτε δεν υπαγορεύουν
σ' αυτό που γνωρίζω πως είμαι: εγώ γράφω.
O θεός Πάνας δε πέθανε,
Σε κάθε κάμπο που δείχνει
Στα χαμόγελα του Aπόλλωνα
τα γυμνά στήθη της Δήμητρας
Aργά ή γρήγορα θα δείτε
Nα εμφανίζεται κει
O θεός Πάνας, ο αθάνατος.
Όχι δε σκότωσε άλλους θεούς
O θλιμμένος χριστιανός θεός.
O Xριστός είναι ένας ακόμη θεός,
Ίσως ένας που 'λειπε.
O Πάνας συνεχίζει να δίνει
Tους ήχους από τον αυλό του
Στ' αφτιά της Δήμητρας
που καμαρώνει στους κάμπους.
Oι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντα λαμπροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι αιωνιότητα
και περιφρόνηση για μας,
φέρνοντας τη μέρα και τη νύχτα
και τις χρυσαφένιες σοδειές.
Όχι για να μας δώσουνε
Tη μέρα και τη νύχτα και το στάρι
Mα γι' άλλονε και θείο
τυχαίο σκοπό.
~ Φ. Πεσσόα ~
Tίποτε να μη θέλεις: θα 'σαι λεύτερος.
O ίδιος ο έρωτας που νιώθουν
για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.
Για να 'σαι μεγάς, να 'σαι ακέριος:
Tίποτε δικό σου να μην υπερβάλλεις
ή να μη διαγράφεις.
Nα 'σαι όλα σε κάθε πράγμα.
Nα βάζεις όσα είσαι
Kαι στο ελάχιστο που κάνεις.
Eτσι σε κάθε λίμνη ολάκερη η σελήνη
λάμπει, γιατί ζει ψηλά.
Aναρίθμητοι ζουν μέσα μας,
Aν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.
Eίμαι μονάχα ο τόπος
όπου νιώθουν ή σκέφτονται.
Eχω περισσότερες από μια ψυχές.
Yπάρχουν περισσότερα εγώ
από το ίδιο το εγώ μου.
Yπάρχω ωστόσο
Aδιάφορος για όλους
Tους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.
Oι διασταυρωμένες παρορμήσεις
Όσων νιώθω ή δε νιώθω
Πολεμούν μες σ' αυτό που 'μαι.
Tις αγνοώ.
Tίποτε δεν υπαγορεύουν
σ' αυτό που γνωρίζω πως είμαι: εγώ γράφω.
O θεός Πάνας δε πέθανε,
Σε κάθε κάμπο που δείχνει
Στα χαμόγελα του Aπόλλωνα
τα γυμνά στήθη της Δήμητρας
Aργά ή γρήγορα θα δείτε
Nα εμφανίζεται κει
O θεός Πάνας, ο αθάνατος.
Όχι δε σκότωσε άλλους θεούς
O θλιμμένος χριστιανός θεός.
O Xριστός είναι ένας ακόμη θεός,
Ίσως ένας που 'λειπε.
O Πάνας συνεχίζει να δίνει
Tους ήχους από τον αυλό του
Στ' αφτιά της Δήμητρας
που καμαρώνει στους κάμπους.
Oι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντα λαμπροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι αιωνιότητα
και περιφρόνηση για μας,
φέρνοντας τη μέρα και τη νύχτα
και τις χρυσαφένιες σοδειές.
Όχι για να μας δώσουνε
Tη μέρα και τη νύχτα και το στάρι
Mα γι' άλλονε και θείο
τυχαίο σκοπό.
~ Φ. Πεσσόα ~
Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012
Ήθελες να με δεις.
Ήθελες να με δεις.
Ήθελες να με δεις.
Ήρθες και με βρήκες.
Ήμουν σιωπηλή - σχεδόν ανύπαρκτη.
Πού είσαι; Ρώτησες.
Εδώ. Απάντησα.
Πού;
Εδώ.
Εδώ, μπροστά σου, πλάι σου, μέσα σου.
Δεν σε βλέπω. Είπες.
Εδώ. Σου φωνάζω. Εδώ. ΕΔΩ. ΤΩΡΑ.
Κοίτα. Δες.
Τί δεν καταλαβαίνεις;
Πέρασαν κάποιες στιγμές, κι εσύ εξακολουθούσες να κοιτάς,
χωρίς να βλέπεις.
Αμφιβάλλω αν με αναζήτησες.
Δεν έχει σημασία, άλλωστε.
Δεν σε φώναξα.
Μόνος σου ήρθες.
Ήθελες να με δεις.
Μα, δε μπορούσες.
Κι ας ήθελες.
(by S.P., 2011/on Sunday, 28 August 2011 at 00:23)
Καμιά φορά αυτό μου αρκεί...
Καμιά φορά αυτό μου αρκεί...
Τα χειρόγραφα των τελευταίων ημερών είχαν γεμίσει το τραπέζι μου και με εμπόδιζαν να γράψω. Τα μάζεψα και τα έβαλα στο σεντούκι μαζί με τα υπόλοιπα. Δεν έκανα καν προσπάθεια να τα ξαναδιαβάσω. Κάθε τι που γράφω έχει ένα συγκεκριμένο χρόνο που τριγυρνά στο μυαλό μου. Στην αρχή η ιδέα, μετά η ιδέα στο χαρτί κι από εκεί όπου την οδηγήσει η γραφή, ύστερα οι διορθώσεις και οι τροποποιήσεις. Μετά -και αυτό είναι μάλλον το αγαπημένο μου σημείο- όταν κλείνω τα μάτια να κοιμηθώ το κείμενο ξαναζωντανεύει στο μυαλό μου και μου προσφέρει μια εσωτερική χαρά, μια ανάταση, μια σχετική ικανοποίηση. Εν συνεχεία σχεδόν αυτόματα το μυαλό μου οδηγείται από τον κόσμο των γραπτών στον κόσμο των ονείρων, μέχρι που οι δυο κόσμοι μπερδεύονται σφιχτά και δεν ξέρω πια αν ονειρεύομαι ότι γράφω ή αν γράφω ότι ονειρεύομαι.
Την επόμενη ημέρα η επίδραση του κείμενου έχει σβήσει. Δεν επιθυμώ να το ξαναδιαβάσω - δεν αντέχω να το ξαναδιαβάσω. Κάπου έχει αρχίσει να γεννιέται η ιδέα για ένα καινούριο κείμενο και είναι αυτή που τώρα με κεντρίζει.
Τοποθετώντας τα χειρόγραφα στο σεντούκι, σίγουρος πια -ή μάλλον σχεδόν σίγουρος· ποτέ δεν σε εγκαταλείπει εντελώς η ελπίδα σε αυτό το θέμα- ότι θα είμαι ο μόνος αναγνώστης τους, μην έχοντας πια να προσδοκώ από αυτά οποιαδήποτε άλλη συναισθηματική ανταμοιβή πέραν αυτής που εγώ ο ίδιος προσφέρω στον εαυτό μου, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εμφάνισή τους στο χαρτί, αναρωτήθηκα μήπως τελικά η πλήρης απεξάρτησή τους από τους άλλους, το πλήθος, το κοινό, με προφυλάσσει από πικρίες και ματαιώσεις που τελικά θα παρενέβαιναν και θα έπλητταν το μόνο πράγμα που με απασχολεί σε αυτή τη ζωή, το να γράφω.
Αν δηλαδή υπήρχε τρόπος τα χειρόγραφα να περνάνε στον κόσμο την ώρα που τα γράφω και αν υπήρχε τρόπος να εισπράττω την αντίδραση του κόσμου, είναι πολύ πιθανό να μπολιαζόμουν με απογοήτευση πάνω στην απογοήτευση, βλέποντας ότι η συγκίνησή μου δεν έχει εμένα μοναχά μοναδικό πομπό, αλλά εμένα και μοναδικό δέκτη.
Κάποιος πετάξε μια πέτρα στο παράθυρο· ίσως κάποιο παιδί, ίσως κάποιος άστοχος ερωτευμένος. Έξω έχει ήλιο, αλλά γράφω πάντα με τα παράθυρα κλειστά. Δεν θέλω καθαρό αέρα την ώρα που γράφω, θέλω να αναπνέω μόνο τον αέρα των λέξεών μου.
Καμιά φορά αυτό μου αρκεί, καμιά όχι, είτε μου αρκεί όμως είτε όχι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
Φ. Πεσσόα
[caption id="attachment_182" align="aligncenter" width="445" caption="Is it enough?"][/caption]
ΤΟ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟ
ΤΟ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟ
Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.
Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.
Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.
Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?
Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.
Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?
Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.
Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.
(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.
(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!
Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)
Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.
Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.
Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.
Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.
Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )
***
[caption id="attachment_178" align="aligncenter" width="500" caption="Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )"][/caption]
Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.
Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.
Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.
Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?
Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.
Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?
Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.
Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.
(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.
(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!
Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)
Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.
Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.
Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.
Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.
Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )
***
[caption id="attachment_178" align="aligncenter" width="500" caption="Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )"][/caption]
Τα ερωτικά γράμματα
Όλα τα ερωτικά γράμματα είναι γελοία.
Δεν θα ήταν ερωτικά γράμματα αν δεν ήταν γελοία
Στον καιρό μου έγραψα κι εγώ γράμματα ερωτικά
Όπως κι οι άλλοι.
Γελοία.
Τα γράμματα τα ερωτικά, αν έρωτας υπάρχει
Πρέπει γελοία να είναι.
Μα στην πραγματικότητα
Μόνο εκείνοι που ποτέ δεν έγραψαν
Γράμματα ερωτικά
Είναι γελοίοι
Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω
Τότε που έγραφα γράμματα ερωτικά
Χωρίς να σκέφτομαι
Πόσο γελοία είναι…
Η αλήθεια είναι ότι σήμερα
Μόνο οι αναμνήσεις μου
Από τα ερωτικά γράμματα αυτά, είναι γελοίες
(Όλες οι πολυσύλλαβες οι λέξεις
Μαζί με απροσμέτρητα αισθήματα
Είναι γελοίες φυσικά.)
Φερνάντο Πεσσόα (μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης)
Δεν θα ήταν ερωτικά γράμματα αν δεν ήταν γελοία
Στον καιρό μου έγραψα κι εγώ γράμματα ερωτικά
Όπως κι οι άλλοι.
Γελοία.
Τα γράμματα τα ερωτικά, αν έρωτας υπάρχει
Πρέπει γελοία να είναι.
Μα στην πραγματικότητα
Μόνο εκείνοι που ποτέ δεν έγραψαν
Γράμματα ερωτικά
Είναι γελοίοι
Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω
Τότε που έγραφα γράμματα ερωτικά
Χωρίς να σκέφτομαι
Πόσο γελοία είναι…
Η αλήθεια είναι ότι σήμερα
Μόνο οι αναμνήσεις μου
Από τα ερωτικά γράμματα αυτά, είναι γελοίες
(Όλες οι πολυσύλλαβες οι λέξεις
Μαζί με απροσμέτρητα αισθήματα
Είναι γελοίες φυσικά.)
Φερνάντο Πεσσόα (μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης)
Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012
Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011
Δικαίωμα;
Έχεις δικαίωμα να καταρρεύσεις μόνο για ένα λεπτό.
Το πολύ, για πέντε.
Μετά, επιβάλλεται η επιστροφή σου.
Η επανένταξή σου.
Η ζωή σου.
Μετά από αυτό το ανεκτίμητο δικαίωμα της κατάρρευσης
υποχρέωσή σου παραμένει να συνεχίσεις.
Να συνεχίσεις.
Να υπάρχεις.
Να πονάς.
Να ζεις.
Να χαμογελάς.
One-two, one-two..
Self control, self control, self control...
You can now get back to life.
Collapsing is no more permitted.
Σίσυφος ή Φοίνικας;
Σίσυφος ή Φοίνικας;
Συνέχεια ρωτούσες.
Καιγόσουν, και πετούσες.
Σίσυφος ή Φοίνικας;
Συνέχεια φοβόσουν.
Πετούσες, και καιγόσουν.
Σίσυφος ή Φοίνικας;
Η' μήπως, και τα δύο;
Πήρες την ψυχή στα χέρια,
μια ευχή στ'αστέρια,
διαρκώς αναρωτιόσουν,
σαφώς θα προχωρούσες.
~
S.P. (13/12/2011)
[caption id="attachment_162" align="aligncenter" width="535" caption="Όπως λέει και ο Καμύ στον Καλιγούλα, «οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι» και όσοι εξεγείρονται ενάντια σε αυτή τη μοίρα «ζητάνε το φεγγάρι»....Κυλάμε το λίθο του Σισύφου, ελπίζοντας να τον πάμε στην κορυφή. Ο λίθος όμως γλιστράει απ' τα χέρια μας και πάει με πάταγο στο βάραθρο.Αυτό όμως το βάραθρο πρέπει να το αγαπήσουμε και να το βιώσουμε ως το τέλος..."][/caption]
Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011
Χάθηκες*
Χάθηκες.
Ξανά.
Χάθηκες.
Και σε έψαξα.
Κάπου ανάμεσα στα χρώματα και τα αρώματα.
Μάντεψε.
Σε βρήκα.
Σε βρήκα στη θάλασσα, στον αέρα, στο χώμα, στη φωτιά.
Ναι, στη φωτιά.
Έκαιγες. Και καιγόσουν.
Μα, σε βρήκα.
Και σε κράτησα σφιχτά.
Ώσπου, γίναμε και οι δύο στάχτη.
[caption id="attachment_147" align="aligncenter" width="600" caption="ώσπου γίναμε και οι δύο στάχτη..."][/caption]
Ξανά.
Χάθηκες.
Και σε έψαξα.
Κάπου ανάμεσα στα χρώματα και τα αρώματα.
Μάντεψε.
Σε βρήκα.
Σε βρήκα στη θάλασσα, στον αέρα, στο χώμα, στη φωτιά.
Ναι, στη φωτιά.
Έκαιγες. Και καιγόσουν.
Μα, σε βρήκα.
Και σε κράτησα σφιχτά.
Ώσπου, γίναμε και οι δύο στάχτη.
[caption id="attachment_147" align="aligncenter" width="600" caption="ώσπου γίναμε και οι δύο στάχτη..."][/caption]
Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΕΛΟΣ
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΕΛΟΣ
on Wednesday, 28 September 2011 at 22:13
Πες μου μια ιστορία.
Τι είδους ιστορία, παιδί μου;
Μια ιστορία με ευτυχισμένο τέλος.
Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σε όλον τον κόσμο.
Δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος;
Δεν υπάρχει τέλος.*
ΚΑΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ του τετραθέσιου αγκαλιαστικού ξαπλωτερού καναπέ που έχει φιλοξενήσει όλες τις ψυχολογικές μου μεταπτώσεις της τελευταίας επταετίας, συλλογιέμαι πως πιο αισόδοξη σκέψη δεν πρόκειται να εφεύρω στη ζωή μου.
Διότι αν εσείς βιαστήκατε να υποθέσετε ότι επέλεξα το απόσπασμα για να σχολιάσω ταλαιπωρίες και μαρτύρια ατελεύτητα,
πλανηθήκατε πλάνην οικτράν.
Αντιθέτως, έχοντας περάσει σε κατάσταση ζεν κατόπιν συμβουλής ιατρού και για να αποφύγω εγκεφαλικά ή και καρδιακά επεισόδια, ανακαλύπτω πλέον την παρηγορητική επίδραση του άπειρου στη ζωή μου.
Δεν υπάρχει τέλος. Και καθετί που μοιάζει με τέλος, στην πραγματικότητα πρόκειται για μια καμπή, μια άνω τελεία, το τέλος μιας παραγράφου σε ένα κείμενο που συνεχίζει να γράφεται εσαεί.
Δεν υπάρχει "ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα". Διότι το καλά και το καλύτερα τα κερδίζεις μέρα με την ημέρα. Την επομένη ξαναρχίζεις να χτίζεις το καλά σου, γιατί τόση είναι η διάρκειά του. Έχει βραχυτάτη ημερομηνία λήξης.
Για να το κάνω πιο λιανά, στη δική μου μετάφραση το "δεν υπάρχει τέλος" σημαίνει δεν υπάρχει τέλος στην προσπάθεια, στον αγώνα, στον σεβασμό, στην αγάπη, στην καλή διάθεση, στην αξιοπρέπεια, στον έρωτα, στο πάθος, στην έμπνευση, στον κόπο. Κάθε μέρα που τελειώνει με χαμόγελο ή έστω με με έναν ήσυχο ύπνο είναι μια κερδισμένη μέρα. Ένα μικρό ευτυχισμένο τέρμα σε μια ιστορία δίχως τέλος.
Δεν είμαι ηλιθιωδώς αισιόδοξη, ωστόσο, ναι, προτιμώ να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Προτιμώ, αντί να σκύβω το κεφάλι και να γονατίζω κάνοντας μετάνοιες προσευχόμενη για τη σωτηρία μου σε αδιάφορους θεούς, να δίνω μικρές καθημερινές μάχες. Κι ας κερδίζω τις μισές ή λιγότερες.
Κοίτα πόσο παρηγορητικό είναι αυτό το "δεν υπάρχει τέλος". Σου δίνει περιθώρια επανόρθωσης.
Τίποτε δεν είναι οριστικό από την στιγμή που δεν τελειώνει. Δίνει και περιθώρια βελτίωσης, ανάπτυξης, ανάκαμψης.
Δείχνει πως έχει χιούμορ η ζωή. Ακόμη και διεστραμμένο.
Αρκεί να μην τα μπλέξεις.
Δεν υπάρχει τέλος δεν σημαίνει πως δεν τελείωσε η σχέση σου με τον Μάκη. Ούτε πως δεν τελείωσε η δουλειά σου εκεί που σε απέλυσαν. Ούτε ότι θα φέρεις πίσω στη ζωή αγαπημένους σου ανθρώπους.
Έχει να κάνει με σένα, αποκλειστικά. Ο εργασιακός σου βίος δεν τελειώνει, αλλάζει. Ο Μάκης έφυγε, θα έρθει κάποια στιγμή ο Τάκης. Ο πόνος της απώλειας δεν φεύγει, μόνο μαλακώνει, κι εσύ μαθαίνεις να ζεις αλλιώς, με την απουσία.
Όμως, ζεις.
Κι όσο ζεις, δεν υπάρχει τέλος.
της Νανάς Δαρειώτη
*Από το μυθιστόρημα "Πες μου μια ιστορία" (τίτλος πρωτοτύπου: "Lighthousekeeping") της Τζάνετ Ουίντερσον, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Μελάνι, 2007.
Hello world! - Πες μου.
Πες μου.
Πες μου.
Άκουσέ με.
Και πες μου.
Τί φοβάσαι;
Μη φοβάσαι.
Γιατί;
Γιατί;
Σε έχουν πνίξει τα 'γιατί'.
Πες μου.
Τί είναι; Τί απ'ολα είναι;
Ο πόνος;
Ο θάνατος;
Η μοναξιά;
Ο φόβος.
Μάλλον αυτό, ε;
Ο φόβος. Κι ο φόβος του φόβου. Η σκέψη του φόβου, κι ο φόβος της σκέψης.
Μη φοβάσαι.
Τί φοβάσαι;
Πες μου.
Το σκοτάδι;
Δεν υπάρχει σκοτάδι.
Ακόμα κι αυτό σηματοδοτείται από το φως.
Ορίζεται από αυτό.
Από την απουσία του, την έλλειψή του.
Πες μου.
Τί φοβάσαι;
Μη φοβάσαι.
Αγκάλιασε το φόβο σου, και μη φοβάσαι.
Πες μου.
Φοβάσαι ακόμα;
Ξέρεις τι λένε...
Ότι το πιο πυκνό σκοτάδι είναι λίγο πριν το γλυκοχάραμα.
Σε φιλώ,
Σάρρα
Πες μου.
Άκουσέ με.
Και πες μου.
Τί φοβάσαι;
Μη φοβάσαι.
Γιατί;
Γιατί;
Σε έχουν πνίξει τα 'γιατί'.
Πες μου.
Τί είναι; Τί απ'ολα είναι;
Ο πόνος;
Ο θάνατος;
Η μοναξιά;
Ο φόβος.
Μάλλον αυτό, ε;
Ο φόβος. Κι ο φόβος του φόβου. Η σκέψη του φόβου, κι ο φόβος της σκέψης.
Μη φοβάσαι.
Τί φοβάσαι;
Πες μου.
Το σκοτάδι;
Δεν υπάρχει σκοτάδι.
Ακόμα κι αυτό σηματοδοτείται από το φως.
Ορίζεται από αυτό.
Από την απουσία του, την έλλειψή του.
Πες μου.
Τί φοβάσαι;
Μη φοβάσαι.
Αγκάλιασε το φόβο σου, και μη φοβάσαι.
Πες μου.
Φοβάσαι ακόμα;
Ξέρεις τι λένε...
Ότι το πιο πυκνό σκοτάδι είναι λίγο πριν το γλυκοχάραμα.
Σε φιλώ,
Σάρρα
Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011
Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011
Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011
Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011
Πριν καν
Πριν καν μάθει να περπατάει, είχε μάθει να δουλεύει.
Πριν καν ξεστομίσει τις πρώτες του λέξεις, είχε αναλάβει μέγιστα καθήκοντα.
Πριν καν καταλάβει ότι η εφηβεία ήταν εκεί, αυτός έπρεπε να φέρεται, να σκέφτεται και να ενεργεί ως ενήλικας.
Δεν είχε περιθώρια. Δεν είχε επιλογή.
Δεν ήταν καν σίγουρος ότι ο ίδιος το είχε αποφασίσει.
Ότι είχε αποφασίσει πως θα έθαβε την παιδική κι εφηβική του ηλικία.
Ότι είχε γεννηθεί ενήλικας.
Σε στιγμές που ξεχνιόταν, που 'χαλάρωνε',
καθώς οι σφαίρες χάρασσαν τροχιές ανταλλασσόμενες πάνω από το κεφάλι του,
το παιδί γυρνούσε ξανά.
Ξεχνιόταν τελείως.
Και πήγαινε κι 'έκλεβε' τσαμπιά σταφυλιών από τον κήπο τους. Τον δικό τους κήπο.
Που ήταν υπό την κατοχή ξένων δυνάμεων, υπό την απειλή όπλων.
Το παιδομάζωμα το είχε γλιτώσει.
Την παιδοζωή, την λαχταρούσε.
Αλλά, δεν είχε επιλογή.
Πριν καν μεγαλώσει, έπρεπε να ήταν 'μεγάλος'.
Στην εφηβεία - ποια εφηβεία, δηλαδή - ήταν ήδη πολύ 'μεγάλος'.
Δεκατριών χρονών, κι έπρεπε να βγάζει μεροκάματο.
Έκανε όμως και τις τρέλες του. Πειραματιζόταν. Πείραζε. Ο έφηβος διεκδικούσε κομμάτι από τη ζωή του. Με απίστευτη ορμή, και όνειρα, και δύναμη. Δύναμη από τις εσώτερες στοιβάδες της ύπαρξής του.
Όλα μπερδεμένα.
Πότε γεννήθηκε; Πώς; Πότε δούλεψε; Εδώ. Εκεί. Πότε ανδρώθηκε;
Πότε κυνήγησε τα όνειρά του;
Πότε υπηρέτησε την μαμά πατρίδα;
Πότε πληγώθηκε;
Πότε χάρηκε;
Πότε έζησε;
Πριν καν καταλάβει τί έπρεπε να γίνει, το είχε ήδη εφαρμόσει.
Πού χρόνος για σκέψεις; Για συναισθηματισμούς; Για συναισθήματα;
Πριν καν ζήσει ως μωρό, ως μικρό παιδί, είχε γίνει άνδρας.
Γεννήθηκε άνδρας. Όμως, ποτέ δεν άφησε το μικρό παιδί μέσα του να πεθάνει.
Όποτε το χρειάζεται, γυρνάει πίσω, γυρνάει μέσα, και το ξαναφωνάζει. Το αγκαλιάζει ξανά.
Του αξίζει, άλλωστε.
Και η αγάπη, και οι αγκαλιές. Και όλα.
Σε αυτό το παιδί, σε αυτόν τον έφηβο, σε αυτόν τον άντρα, αξίζουν τα πάντα. Τα πάντα.
Θαύματα, ανατροπές, ομορφιές, χαρές.
Πριν καν καταλάβω ότι θα μπορούσα να τον αγαπήσω, τον αγαπούσα ήδη.
Δεν ξέρω αν το έχει καταλάβει.. Η' αν θα το καταλάβει ποτέ.
Αλλά, το παιδί αυτό είναι ακόμα εδώ. Δυνατό και με πολλά 'θέλω'. Και με πολλά όνειρα, κι ανησυχίες μαζί. Γεμάτο με πυγμή και έμπνευση, κι ας μην το καταλαβαίνει.
Ευτυχώς.
Το παιδί αυτό, το αγαπάω.
Σάρρα Π. (2011, 19, 9)
Κυριακή 10 Ιουλίου 2011
*Μια αμοιβάδα*
Θέλω να είμαι η ερώτηση στην απάντησή σου
θέλω να βρίσκω στα κλεφτά τη θύμισή σου
Θέλω να κλαίω όταν εσύ πονάς
θέλω να λέω ότι μάλλον μ'αγαπάς
Μια αμοιβάδα όμως δεν μπορεί
να μετατρέψει το τέλος σε αρχή
υπάρχει μόνη, και προσπαθεί
να ζει καλά σε φυλακή.
Σε φυλακή που'χει διαλέξει
που άθελά της έχει μπλέξει
γιατί ποτέ της δεν ήθελε να είναι αμοιβάδα
γούσταρε πάντα βόλτες στη λιακάδα.
Μια αμοιβάδα μοναχική,
που πάντα ονειρευόταν,
πως συναντούσε εσένανε,
διαρκώς ερωτευόταν.
Κι ύστερα έκλεισε ερμητικά,
άφησε την πνοή της,
στην αγκαλιά σου βρέθηκε,
κι άρχισε η ζωή της.
**********************************************
Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011
Πάλι / Το άλλο μου μισό
Πάλι
Το άλλο μου μισό
δεν υπάρχει
Το άλλο σου μισό
ίσως να'ρθει
υπάρχουν πιθανότητες
άπειρες εκκρεμότητες
το σύμπαν προνοεί
εσένα ευνοεί
το άλλο σου μισό
όπως και να'χει
θα έρθει να σε βρει
Το άλλο μου ολόκληρο
σαφώς θα εμφανιστεί
χωρίς να κλονιστεί
η πίστη στην αγάπη.
Πάλι θα πιστέψω
και ξανά θα στρέψω
τα φώτα μου στο σκότος
Πάλι θα μπορώ
την καρδιά να βρω
θα ακουστεί ο κρότος.
Το άλλο μου ολόκληρο
συνέχεια ονειρεύεται
το πώς να είναι ένα.
Τρίτη 28 Ιουνίου 2011
Κυριακή 12 Ιουνίου 2011
Blossom Day*
*****************************************
*******************************
For some reason
I don't yet know
The show must go on.
For some reason
I can't yet think
The process must continue.
For some reason
I can't yet feel
The love must conquer all.
Processing is a fact
With or without an act.
It vanishes the old
Remember to be bold.
Consider to be true
Try to sail through.
Through the troubles
Through the doubles
through distinction
Avoid extinction.
Through time and space
I'm trying to replace
my everydays
with blossom days. ****
*******************************
Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011
Τα κομμάτια μου (Οι άνθρωποί μου)
Ένα ένα, τα κομμάτια του εαυτού μου πεθαίνουν.
Του παλιού μου εαυτού.
Έρχονται και μου χτυπούν φιλικά την πλάτη,
λέγοντάς μου...
''- Φεύγουμε τώρα, καιρός για εσένα, να προχωρήσεις,
χωρίς εμάς...
καιρός να αποκτήσεις νέα κομμάτια'.
- Σταθείτε...πού πάτε; τους φωνάζω. Πονάω, μην φεύγετε.''
Πονάω.
Είστε δικά μου.
Είστε της παιδικής μου ηλικίας.
Είστε η εφηβεία μου.
Είστε τα πρώτα ενήλικα χρόνια.
Πού πάτε;;
''Φεύγουμε, φύγαμε ήδη... δεν είμαστε εκεί..
μόνο η σκιά μας...
μόνο το κενό που άφησε η απουσία μας..
Δεν μας χρειάζεσαι πια.''
Μα, πονάω...
'' Να μην πονάς...Κάνε τον πόνο δύναμη.''
Ξανακοιτάζω τα κενά που παρέμειναν..
Τί πονάει τελικά περισσότερο:
Η παρουσία ή η απουσία;
Η συνήθεια ή η ανατροπή;
'' 'Ο,τι και να γίνει,
κράτα μέσα σου, για πάντα, ζωντανό, το παιδί.
Τα κομμάτια που πεθαίνουν, μην τα φοβάσαι.
θα σε ξανάβρουν, παρακάτω, με άλλη μορφή.''
Και τώρα;
Και τώρα, τί γίνεται δηλαδή;
Μεγαλώνω;
Ωριμάζω;
Αστείες λέξεις...πόσο αστείες..
Κι ώρες ώρες, πόσο ψεύτικες...
'γιατρέ μου, θα γίνω καλά;'
***** θα ξαναγίνω ποτέ παιδί, με όλα τα κομμάτια του;;;
by S.P.
Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010
***STONED***
Once the story has begun
It's been put against the man
Stoned away from all the troubles
Sharing fears above the grounds
Nothinged by the circumstances
Betting against all chances
Stoned to laughters
Stoned to tears
Stoned to matters
of all the years
of all the years
Stoned To Life
Stoned To Death
Stoned To Life
> *Stoned* <
Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010
wHeRe Is My Mind?
*************************
Where is my mind?
What did I leave behind?
Am I heading towards East?
Have I ever found the beast?
Every gravel in my route,
thought to be so nicely put,
has become a gigantic gap,
it has altered my internal map.
Where is my mind?
What will I find?
Where is my mind?
What did I leave behind?
Am I heading towards East?
Have I ever found the beast?
Every gravel in my route,
thought to be so nicely put,
has become a gigantic gap,
it has altered my internal map.
Where is my mind?
What will I find?
Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010
RElocated
Where Am I?
Where should i be?
Where should i be?
feelings and thoughts
all mixed up
darkness claims a space
and the light fights back
locked-up
invading
Believe
and considerate.
Locate
Relocate.
whatever has ended
Has just Re-started.
the end is the beginning is the end
Reflect.
Relocate.
Relocate.
Examine.
Or just, sail through.
Κυριακή 13 Ιουνίου 2010
Never Ending S(t)orry
Αρκετά πια με τα σκοτάδια.
Με τα σκοτάδια σας.
Δεν τα θέλω.
Μπούχτησα.
Αν δεν έχεις κάτι φωτεινό να δώσεις,
τον ξέρεις τον δρόμο.
Όπως τον ξέρω κι εγώ.
Παίρνω και το φως μου,
και το σκοτάδι μου,
και φεύγω.
Με τα σκοτάδια σας.
Δεν τα θέλω.
Μπούχτησα.
Αν δεν έχεις κάτι φωτεινό να δώσεις,
τον ξέρεις τον δρόμο.
Όπως τον ξέρω κι εγώ.
Παίρνω και το φως μου,
και το σκοτάδι μου,
και φεύγω.
Πέμπτη 13 Μαΐου 2010
Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009
Χορός..
Ασθένεια Αιώνια
Ανίατη Θαρρώ
Υπάρχει και Εξελίσσεται
Χορεύει τον Χορό
που μόνος του ορίζει
Σε Κάθε Μετερίζι
Ρυθμό και Αρμονία
Παντοτινή Ανία.
_*_*_*_*_*_*_*_*_*_
Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009
LUCKY NUMBER 7...!
Lucky Number S(l)even..!
Take me straight to Heaven.
With only one circumvention,
for each and every situation.
As loud as hell.
With or without a spell.
Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009
Nothing Finished. Just started.
Τρελλαμένη..
Τίποτα άλλο δεν νιώθω αυτό τον καιρό,
τίποτα άλλο δεν μπορώ να σκεφτώ..
Η' μάλλον, σκέφτομαι...με απίστευτες ταχύτητες και σε απίστευτες στροφές, δέκα μυαλά μαζί..
Και η καρδιά; Τα θέλω της κι αυτή.
Τίποτα δε θέλω.
Μόνο άγνωστα καινούρια μέρη, νέες διαδρομές, άγνωστους ανθρώπους.
Και μουσικές. Πολλές μουσικές. Μόνο μουσικές..
Απολαύστε μαζί μου...
με ή χωρίς...
http://www.youtube.com/watch?v=4z0CiLbUvi0
Τετάρτη 20 Μαΐου 2009
Δεν τους ταιριάζει η ησυχία...
Απωθημένα μην τα λες
τα ανεκπλήρωτά σου..
Θα σε ακούσουν,
και θα βγουν,
για να σε κυνηγήσουν..
Γιατί έχουν μνήμη, δύναμη,
παλμό και ανησυχία..
Η λήθη δεν τα αφορά
ούτε κι η νηνεμία..
Μα, κι έτσι αν γίνει τελικά,
και σε αναζητήσουν,
μην φοβηθείς τα μέσα σου
μην τ'αρνηθείς, μίλα τους,
για να σε αγαπήσουν..
*************************
Πέμπτη 14 Μαΐου 2009
Το Ατέρμονον..
****************************************
Κόκκινα ανεμίζοντα μπουμπούκια,
τριφωσφορίζοντα αλλοτριωμένα μάτια,
καρδιές ασίγαστα μαινόμενες,
κυκλοφορούν στη θύμησή μου.
Γιρλάντες χρυσοποίκιλτες,
της χίμαιράς μου έννοιες,
πυροβολούν στο διάβα τους,
λιμνάζοντα φαινόμενα.
Ματζίκες και κοντόφθαλμοι,
περαστικοί του μέλλοντος,
ξυπνήσαν και μου θύμησαν,
του κόσμου το ατέρμονο.
**************************
Since my last drop of essence.
Since my last drop of essence.
Only truth matters.
What heart can feel, and cover?
my mind cannot keep hiding the skeletons in the closet.
Frozen fears start to melt,
is there a way to forget,
and to start again from scratch,
with a hope in my hatch?
Burned salvation doesn't count,
and the reasons to be bound,
don't exist.
Find a better way out,
as a well-trained scout,
to resist.
Fly away,
beyond the sky,
try once more, to realize,
that the blackness from within,
can be colourful indeed.
Till the last drop of my essence...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
JOY* Division*
Αρχειοθήκη ιστολογίου
-
►
2012
(18)
- ► Φεβρουαρίου (9)
-
►
2011
(14)
- ► Σεπτεμβρίου (1)
- ► Φεβρουαρίου (1)
-
►
2010
(5)
- ► Δεκεμβρίου (1)
-
►
2009
(12)
- ► Φεβρουαρίου (3)
Assassinin'
Hide and Seek!
Look and See...